2
αποστείλει µε συστηµένη επιστολή στα Κεντρικά Γραφεία
της Εταιρίας και εντός ενός (1) µηνός από την ηµεροµηνία
παραλαβής από αυτόν του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου, το
υπόδειγµα Α που επισυνάπτεται στο παρόν Συµβόλαιο. Σε
περίπτωση εναντίωσης του Ασφαλισµένου, η Εταιρία θα του
επιστρέψει το Ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στους
καλυπτοµένους κινδύνους του παρόντος Συµβολαίου,
εφόσον έχει καταβληθεί, και η ασφάλιση θα θεωρείται σα να
µην έγινε ποτέ.
Άρθρο 9: ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ
Παρέχεται στο Συµβαλλόµενο το δικαίωµα υπαναχώρησης,
εντός τριάντα (30) ηµερών από την ηµεροµηνία παραλαβής
από αυτόν του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου. Για την άσκηση
αυτού του δικαιώµατος ο Συµβαλλόµενος πρέπει να
συµπληρώσει και να αποστείλει στα Κεντρικά Γραφεία της
Εταιρίας µε συστηµένη επιστολή το υπόδειγµα Γ που
επισυνάπτεται στο παρόν Συµβόλαιο. Η υπαναχώρηση του
Συµβαλλόµενου επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεών
του που απορρέουν από το Συµβόλαιο. Σε περίπτωση
υπαναχώρησης του Συµβαλλόµενου, η Εταιρία δικαιούται να
παρακρατήσει ένα µηνιαίο Ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στους
καλυπτοµένους κινδύνους του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου,
και ηασφάλιση θαθεωρείται σαναµηνέγινε ποτέ.
Άρθρο
10:
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ
ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Η Εταιρία διατηρεί το δικαίωµα καταγγελίας της
Ασφαλιστικής Σύµβασης στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α)
Σε περίπτωση παράβασης από δόλο των υποχρεώσεων
του Συµβαλλοµένου ή του Ασφαλισµένου κατά τη σύναψη
της Ασφαλιστικής Σύµβασης ή κατά τη διάρκεια της
ασφάλισης, όπως αυτές αναφέρονται στο Άρθρο τρία (3)
πιο πάνω.
Η Εταιρία έχει σε αυτή την περίπτωση το δικαίωµα να
καταγγείλει την Ασφαλιστική Σύµβαση µέσα σε προθεσµία
ενός (1) µηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης
(άρθρο 3 Ν.2496/97). Σε περίπτωση καταγγελίας της
Ασφαλιστικής Σύµβασης, τα αποτελέσµατα της καταγγελίας
επέρχονται άµεσα και η Εταιρία δικαιούται να παρακρατήσει
το δεδουλευµένο Ασφάλιστρο κατά το χρόνο στον οποίο
επήλθαν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας.
Σε περίπτωση που επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος εντός
της ανωτέρω προθεσµίας του ενός (1) µηνός από την
ηµεροµηνία γνώσης της παράβασης, η Εταιρία
απαλλάσσεται της υποχρέωσής της για καταβολή του
Ασφαλίσµατος.
β)
Σε περίπτωση διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης µε
δόλο ποινικού αδικήµατος σε βαθµό πληµµελήµατος ή
κακουργήµατος του Ασφαλισµένου.
γ)
Σε περίπτωση δόλιας ή κακόπιστης συµπεριφοράς έναντι
της Εταιρίας, καθώς και απόπειρας εξαπάτησης ή
παραπλάνησής της για λήψη παράνοµης αξίωσης ή
παροχής του Ασφαλισµένου ή του Συµβαλλοµένου από το
Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο.
Σε περίπτωση καταγγελίας για κάθε µία από τις περιπτώσεις
(β) και (γ) ανωτέρω, τα αποτελέσµατά της επέρχονται µετά
την πάροδο τριάντα (30) ηµερών από τότε που θα περιέλθει
στο Συµβαλλόµενο (άρθρο 8Ν.2496/97). Σε κάθε περίπτωση
καταγγελίας για έναν από τους ανωτέρω λόγους, η Εταιρία
απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της για καταβολή του
Ασφαλίσµατος. ∆ιευκρινίζεται ότι η καταγγελία της
Ασφαλιστικής Σύµβασης για κάθε έναν από τους ανωτέρω
λόγους, µπορεί να γίνει ακόµη και µετά την επέλευση του
κινδύνου. Ο Συµβαλλόµενος έχει σε αυτή την περίπτωση το
ίδιο δικαίωµα. Σε αυτή την περίπτωση, η Εταιρία
απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής
οποιασδήποτε αξίωσης ή παροχής.
Άρθρο 11 : ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥΣ
Το Ασφάλιστρο είναι ετήσιο. Μπορεί όµως να ορισθεί στο
Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο ή µε Πρόσθετη Πράξη, η τµηµατική
πληρωµή του ετησίου Ασφαλίστρου σε δόσεις, µε
ποσοστιαία αύξηση του Ασφαλίστρου που καθορίζεται από
την Εταιρία. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν ξεκινά πριν την
έκδοση του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου, την παραλαβή του
από τον Συµβαλλόµενο και την πληρωµή του πρώτου ετησίου
Ασφαλίστρου ή της πρώτης του δόσης στην περίπτωση
τµηµατικών πληρωµών. Ειδικότερα, διευκρινίζεται ότι στην
περίπτωση τµηµατικών πληρωµών, το Ασφάλιστρο
καταβάλλεται χωρίς η Εταιρία να είναι υποχρεωµένη να
ειδοποιήσει ή να οχλήσει το Συµβαλλόµενο. Η τυχόν
υπενθύµιση µε οποιοδήποτε τρόπο της υποχρέωσης για
καταβολή του Ασφαλίστρου, δεν µπορεί σε οποιαδήποτε
περίπτωση να θεωρηθεί ως τροποποίηση του γενικού αυτού
κανόνα. Τα Ασφάλιστρα πρέπει να πληρώνονται στις
καθορισµένες από το Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο ηµεροµηνίες,
είτε στην έδρα της, είτε σε εξουσιοδοτηµένα από την Εταιρία
φυσικά ή νοµικά πρόσωπα. Ως ηµεροµηνία εξόφλησης των
Ασφαλίστρων θα θεωρείται η ηµεροµηνία καταβολής των
χρηµάτων. Η εξόφληση των Ασφαλίστρων αποδεικνύεται
µόνο, µε επίσηµη απόδειξη είσπραξης της Εταιρίας ή µε
γραµµάτιο είσπραξης Τράπεζας ή µε άλλο πρωτότυπο
έγγραφο εξουσιοδοτηµένου για την είσπραξη των
Ασφαλίστρων φυσικού ή νοµικού προσώπου, στο οποίο
πρέπει απαραίτητα να αναγράφεται η ηµεροµηνία εξόφλησης
και να φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του εντεταλµένου
οργάνου που πραγµατοποίησε την είσπραξη. Σηµειώνεται ότι
σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οφειλόµενου ποσού
Ασφαλίστρων, η Εταιρία έχει το δικαίωµα να καταγγείλει την
Ασφαλιστική Σύµβαση µε επιστολή της προς το
Συµβαλλόµενο, στην οποία θα γνωστοποιεί ότι η περαιτέρω
καθυστέρηση καταβολής του Ασφαλίστρου θα επιφέρει µετά
την πάροδο τριάντα (30) ηµερών από την κοινοποίηση της
επιστολής τη λύση της Ασφαλιστικής Σύµβασης.
∆ιευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση καταβολής Ασφαλίστρου
µετά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήµατος των
τριάντα (30) ηµερών, η Εταιρία δεν υποχρεούται να
καταβάλει Ασφάλισµα για περιστατικά που συνέβησαν στο
χρονικό διάστηµα µεταξύ του τέλους του χρονικού
διαστήµατος των τριάντα (30) ηµερών και της ηµεροµηνίας
καταβολής του εκπρόθεσµου Ασφαλίστρου.
Άρθρο 12: ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΙΣΧΥ
Σε περίπτωση που Ασφαλιστική Σύµβαση έχει διακοπεί
λόγω µη καταβολής Ασφαλίστρων κατά την ηµεροµηνία
οφειλής τους, µπορεί να επαναφερθεί σε ισχύ µέσα σε
προθεσµία τριάντα (30) ηµερών από την ηµεροµηνία
διακοπής, κατόπιν σχετικής έγγραφης αίτησης του
Συµβαλλοµένου που θα παραληφθεί στα Κεντρικά Γραφεία
της Εταιρίας. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συντρέχουν
σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α)
Ο Ασφαλισµένος να κριθεί ασφαλίσιµος από την Εταιρία
κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης επαναφοράς, σύµφωνα
µε την πρακτική και τους κανόνες που εφαρµόζει.
β)
Η Εταιρία να εξακολουθεί να διαθέτει προς πώληση τις
ασφαλιστικές παροχές αυτής της κατηγορίας.
Για την επαναφορά σε ισχύ του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου
πρέπει η Εταιρία να εκδώσει σχετική Πρόσθετη Πράξη. Σε
περίπτωση που έχουν προκαταβληθεί τα Ασφάλιστρα και η
Εταιρία δεν κάνει αποδεκτή την αίτηση επαναφοράς, η Εταιρία
θα επιστρέφει τα προκαταβληθέντα Ασφάλιστρα άτοκα και το
ΑσφαλιστήριοΣυµβόλαιοδεθαεπανέρχεται σεισχύ.
Άρθρο 13: ΚΑΤΟΙΚΙΑ – ∆ΙΑΜΟΝΗ
∆ιεύθυνση κατοικίας του Συµβαλλοµένου θεωρείται αυτή που
αναγράφεται στο Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο, εφόσον η Εταιρία
δεν λάβει αποδεδειγµένα έγγραφη ειδοποίηση για αλλαγή της
διεύθυνσης κατοικίας. Για κάθε περαιτέρω µεταβολή της
διεύθυνσης κατοικίας του, ο Συµβαλλόµενος οφείλει να
ενηµερώνει εγγράφως την Εταιρία. Μέχρι την έγγραφη
ενηµέρωση της Εταιρίας για τυχόν µεταβολή διεύθυνσης
κατοικίας του, η Εταιρία έγκυρα αποστέλλει έγγραφα στο
Συµβαλλόµενο στη διεύθυνση που αναγράφεται στο
Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο ή στη διεύθυνση που έχει
αποδεδειγµένα γνωστοποιήσει εγγράφως ο Συµβαλλόµενος
στηνΕταιρίαµετά τηνέκδοσητουΣυµβολαίου.
Άρθρο 14: ΑΡΜΟ∆ΙΟΤΗΤΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ –
ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ∆ΙΚΑΙΟ
Οποιαδήποτε διαφορά που µπορεί να προκύψει µεταξύ του
Συµβαλλοµένου ή τουΑσφαλισµένου ή κάθε άλλου τρίτου
που έχει έννοµο συµφέρον, και της Εταιρίας σε
σχέση µε το παρόν Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο,
υπάγεται στη συντρέχουσα δωσιδικία των
αρµοδίων δικαστηρίων της Αθήνας και εκδικάζεται
από αυτά, χωρίς να αποκλείεται η υπαγωγή της σε
άλλα κατά νόµο αρµόδια δικαστήρια. Εφαρµοστέο
δίκαιο είναι το Ελληνικό. ∆ιευκρινίζεται ότι για κάθε
θέµα που δεν ρυθµίζεται από το Ασφαλιστήριο
Συµβόλαιο, θα εφαρµόζονται οι διατάξεις του Νόµου
περί Ασφαλιστικής Συµβάσεως και της ισχύουσας
νοµοθεσίας.
Άρθρο 15: ΦΟΡΟΙ – ΤΕΛΗ – ΕΞΟ∆Α
Οι φόροι που επιβάλλονται από το Νόµο, καθώς και
τα έξοδα που απαιτούνται για την έκδοση του
Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου και κάθε εγγράφου
σχετικού µε το Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο, βαρύνουν
αποκλειστικά και µόνο αυτόν που καταβάλλει τα
Ασφάλιστρα. Οι λοιποί φόροι και τα τέλη για
εξόφληση αποζηµιώσεων βαρύνουν αυτούς που τις
εισπράττουν, τους οποίους επίσης βαρύνουν και
όλα τα έξοδα στα οποία τυχόν υποβάλλεται η
Εταιρία, από κατασχέσεις που της επιβάλλονται ως
τρίτης. ∆ιευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που
υπάρξουν στο µέλλον φορολογικές µεταρρυθµίσεις,
οι τροποποιήσεις αυτές δεν θα έχουν αναδροµική
ισχύ, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόµος.
Άρθρο 16: ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΟΥ ∆ΕΣΜΕΥΟΥΝ
ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ
Η Εταιρία δεσµεύεται µόνο µε έγγραφα που έχουν
υπογραφεί στην έδρα της από εξουσιοδοτηµένα
όργανά της. Φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που
διαµεσολαβεί για τη σύναψη της ασφάλισης αυτής ή
για τη διατήρησή της σε ισχύ, δεν δικαιούται να
προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή επί του
Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου, ή να δέχεται δηλώσεις
στο όνοµα της Εταιρίας. Επίδοση οποιουδήποτε
δικογράφου ισχύει µόνο αν έγινε στην έδρα της
Εταιρίας. ∆ιευκρινίζεται ότι το δικαίωµα οριστικής
αποδοχής ή απόρριψης οποιασδήποτε αίτησης
ασφάλισης και το δικαίωµα έκδοσης και υπογραφής
του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου και των συναφών
εγγράφων τα οποία δεσµεύουν ή δηµιουργούν
υποχρεώσεις στην Εταιρία, ανήκει αποκλειστικά
στην Εταιρία.
Άρθρο 17: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΟΡΩΝ
Αν η Εταιρία δεν εφαρµόσει ή δεν επιµείνει στην
αυστηρή εφαρµογή οποιουδήποτε όρου του
Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου, αυτό δεν µπορεί να
ερµηνευτεί µε οποιοδήποτε τρόπο, ως παραίτηση
της Εταιρίας από τον όρο αυτό ή ως σιωπηρή
τροποποίησή του, ούτε να θεωρηθεί ότι ο όρος αυτός
δεν θα είναι στο εξής ισχυρός και εφαρµόσιµος.
Άρθρο 18: ΘΑΝΑΤΟΣ - ΑΛΛΑΓΗ
ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ
Αν ο Συµβαλλόµενος, σε περίπτωση που είναι άλλος
από τον Ασφαλισµένο, πεθάνει κατά την διάρκεια
της ισχύος του Ασφαλιστηρίου Συµβολαίου, τα
δικαιώµατά του και οι υποχρεώσεις του
µεταβιβάζονται στον Ασφαλισµένο, εκτός αν έχει
εγγράφως
ορισθεί
διαφορετικά.
Αλλαγή
Συµβαλλοµένου µπορεί να γίνει µόνο µε αίτησή του
και έγγραφη αποδοχή από την Εταιρία του νέου
Συµβαλλοµένου.
Άρθρο 19: ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ
Κάθε αξίωση ή αγωγή που πηγάζει από το
Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο, παραγράφεται µετά την
παρέλευση πέντε (5) ετών από το τέλος του έτους
µέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση.
Άρθρο 20: ΑΣΚΗΣΗ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ
ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Όλα τα δικαιώµατα και τα προνόµια που πηγάζουν
από το Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο, ασκούνται από το
Συµβαλλόµενο.